αυτοπυρος

αυτοπυρος
    αὐτόπυρος
    αὐτό-πῡρος
    ὅ Plut. = αὐτοπυρίτης См. αυτοπυριτης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αυτοπυρος" в других словарях:

  • αυτόπυρος — αὐτόπυρος, ο (Α) κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πυρος < πυρός «σιτάρι» (πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος)] …   Dictionary of Greek

  • αὐτόπυρος — of whole wheaten meal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπύρου — αὐτόπυρος of whole wheaten meal masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπύρους — αὐτόπυρος of whole wheaten meal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπυροι — αὐτόπυρος of whole wheaten meal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπυρον — αὐτόπυρος of whole wheaten meal masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PANIS Autopyrus — ex Graeco αὐτόπυρος, ex quo nihil neque pollinis neque furfuris excretum vel ademptum, quasi totum in se triticum non imminutum habens, apud Celsum l. 2. c. 17. Aliosque passim …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… …   Dictionary of Greek

  • ψηροπυρίτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «αὐτόπυρος ἄρτος οἱ δὲ πυριεφθής, οἱ δὲ κακός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηρός + πυρίτης (II) «σταρένιο ψωμί»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»